- συνερείπω
- συνερείπω,A overthrow, destroy,
τὴν τῶν ὀνομάτων οἰκοδομίαν Alcid. Soph.25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν τῶν ὀνομάτων οἰκοδομίαν Alcid. Soph.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνερείπω — Α γκρεμίζω, καταστρέφω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρείπω «κατεδαφίζω, γκρεμίζω»] … Dictionary of Greek